- αγόγγυστος
- [агонгистос] εκ. безропотный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αγόγγυστος — η, ο (Μ ἀγόγγυστος, ον) [γογγύζω] αυτός που με υπομονή, αδιαμαρτύρητα, ανέχεται μια δύσκολη κατάσταση … Dictionary of Greek
αγόγγυστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν παραπονιέται, ο υπομονητικός: Αγόγγυστη υπόμενε τις στερήσεις και τα βάσανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγογγύστως — ἀγόγγυστος not murmuring adverbial ἀγόγγυστος not murmuring masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόγγυστον — ἀγόγγυστος not murmuring masc/fem acc sg ἀγόγγυστος not murmuring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγογγυσία — η [αγόγγυστος] αδιαμαρτύρητη αποδοχή μιας δύσκολης καταστάσεως, υπομονή, ανεκτικότητα … Dictionary of Greek
αδιαμαρτύρητος — η, ο [διαμαρτύρομαι] 1. αυτός που δεν διαμαρτύρεται, αγόγγυστος, υπομονετικός, καρτερικός 2. (Νομ.) «αδιαμαρτύρητη συναλλαγματική», η συναλλαγματική για την οποία δεν συντάχθηκε διαμαρτυρικό … Dictionary of Greek
αβόγκητος — η, ο αγόγγυστος, υπομονετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)